λιπασμός

λιπασμός
λιπ-ασμός, ,
A anointing, Dsc.Alex.14, Paul.Aeg.2.48.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιπασμός — anointing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπασμός — ο (AM λιπασμός) [λιπαίνω] νεοελλ. (για το έδαφος) λίπανση μσν. αρχ. πάχυνση αρχ. επάλειψη με λίπος …   Dictionary of Greek

  • λιπασμοῦ — λιπασμός anointing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπασμῷ — λιπασμός anointing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”